- μακαρίαι
- μακαρίᾱͅ , μακάριοςblessedfem dat sg (attic doric aeolic)μακαρίαhappinessfem nom/voc plμακαρίᾱͅ , μακαρίαhappinessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μακαρίαι — Μακαρίᾱͅ , Μακαρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακάριαι — Μακαρίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάριαι — μακάριος blessed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
μακαρίᾳ — μακαρίᾱͅ , μακάριος blessed fem dat sg (attic doric aeolic) μακαρίαι , μακαρία happiness fem nom/voc pl μακαρίᾱͅ , μακαρία happiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακάρι' — Μακάριε , Μακάριος blessed masc voc sg Μακάριαι , Μακαρίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάρι' — μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριε , μακάριος blessed masc voc sg μακάριε , μακάριος blessed masc/fem voc sg μακάριαι , μακάριος blessed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)